ἱππόσυνος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
η, ον, = ἱππικός, Δαρδανία E.Or.1392 (lyr.); unless ἱπποσύνα is Dor. gen. from nom. ἱπποσύνης, ὁ, cf. Sch., or ἱπποσύνᾳ be read.
German (Pape)
[Seite 1261] = ἱππικός, reisig; Ἰαλέμων Δαρδανία τλάμων Τανυμήδεος ἱπποσύνα Eur. Or. 1392, wo Ganymed die Rosse tummelte; nach den Schol. nahmen es Andere für den gen. u. zogen es zu Γανυμήδεος, = ἱππότης; Herm. lies't ἱπποσύνᾳ.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόσῠνος: -η, -ον, = ἱππικός, Δαρδανία τλάμων Γανυμήδεος ἱπποσύνα, Διὸς εὐνέτα Εὐρ. Ὀρ. 1392, ἔνθα ὅμως (ὡς ὁ Σχολ. σημειοῦται) ἱπποσύνα, δυνατὸν νὰ εἶναι Δωρ. γεν. ἐξ ὀνομ. ἱπποσύνης, ὁ.
Greek Monolingual
-ύνη, -ο(ν) (Α ἱππόσυνος, -ύνη, -ον) ίππος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη
α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη
β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών
γ) η ιδιότητα του ιππότη
αρχ.
1. ο ιππικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπποσύνη
α) η δεξιότητα στην οδήγηση τών ίππων του άρματος
β) η τέχνη του να διευθύνει ή να διοικεί κάποιος ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», Ομ. Ιλ.)
γ) το ιππικό.
Greek Monotonic
ἱππόσῠνος: -η, -ον, = ἱππικός, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἱππόσῠνος, η, ον = ἱππικός, Eur.]