ἱπποσύνη
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ἡ, (ἵππος)
A the art of driving the war-chariot: generally, driving, horsemanship, ἱπποσύνῃ.. πεποιθώς Il.4.303, cf. 11.503; ἔξοχοι ἱπποσύνᾳ Simon.108 (= IG12.946): in plural, λελασμένος ἱπποσυνάων Il.16.776, Od.24.40; ἱπποσύνας ἐδίδαξαν Il.23.307.
II = ἵππος ΙΙ, horse, cavalry, Orac. ap. Hdt.7.141.
German (Pape)
[Seite 1261] ἡ, die Kunst des Rosse- od. Wagenlenkens u. des vom Wagen herab Kämpfens; ἱπποσύνῃ καὶ ήνορέηφι πεποιθώς Il. 4, 303; ἱπποσύνῃ ἐκέκαστο 23, 289; ἱπποσύνας ἐδίδαξαν παντοίας 307; Od. 24, 40; sp. D., wie Nonn. D. 37, 310. – Im Orakel bei Her. 7, 141, ἱπποσύνην τε καὶ πεζὸν ἐόντα στρατόν, ist damit die Reiterei bezeichnet. – S. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 art de conduire un cheval ou un char;
2 collect. cavalerie.
Étymologie: ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποσύνη: (ῠ) ἡ тж. pl.
1 искусство конной езды: μέρμερα ῥέζων ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ Hom. совершая великие подвиги копьем и искусным управлением колесницей;
2 конница (ἱ. τε καὶ πεζὸς στρατός Her.);
3 ристалище для конных состязаний (Δαρδανία - Γανυμήδεος ἱ. Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποσύνη: ἡ, (ἵππος) δεξιότης εἰς τὸ ἡνιοχεῖν τοὺς ἵππους ἅρματος, κεθόλου, ἡ τέχνη τοῦ διευθύνειν ἢ διοικεῖν ἵππους, ἱπποσύνῃ … πεποιθὼς Ἰλ. Δ. 303, πρβλ. Λ. 503· ἐν τῷ πληθ., λελασμένος ἱπποσυνάων Ἰλ. Π. 776. Ὀδ. Ω. 40· ἱπποσύνας ἐδίδαξαν Ψ. 307. ΙΙ. = ἵππος ΙΙ., ἱππικόν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141.
English (Autenrieth)
horsemanship, i. e. chariot-fighting. (Il. and Od. 24.40.)
Greek Monolingual
η
βλ. ιππόσυνος.
Greek Monotonic
ἱπποσύνη: ἡ (ἵππος)·
I. τέχνη της αρματηλασίας, ιππική δεξιότητα, σε Όμηρ.
II. = ἵππος II, δηλ. ιππικό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Middle Liddell
ἱπποσύνη, ἡ, ἵππος
I. the art of chariot-driving, horsemanship, Hom.
II. = ἵππος II, horse, cavalry, Orac. ap. Hdt.