ισοζυγώ

Greek Monolingual

(Α ἰσοζυγῶ, -έω) ισόζυγος
κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο κατά το βάρος, ισοζυγίζω
νεοελλ.
έχω το ίδιο βάρος, ισορροπώ, αντιστοιχώ με κάποιον άλλο
2. βρίσκομαι σε οικονομική ισορροπία, έχω ισοζύγιο.