ισοσώματος

Greek Monolingual

ἰσοσώματος και ίσόσωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο, όμοιο σώμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ισχυροσώματος, μισοσώματος].