ισχιαλγία

Greek Monolingual

η
νευραλγία του ισχιακού νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο- + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγία, μυαλγία].