ισχνολόγος

Greek Monolingual

ἰσχνολόγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρολόγος, ψευδολόγος.