ισχνομυθώ

Greek Monolingual

ἰσχυομυθῶ, -έω (Α)
επιχειρηματολογώ με ακρίβεια και διεξοδικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -μυθῶ (< -μυθος < μύθος), πρβλ. αισχρομυθώ, σεμνομυθώ].