ισόκληρος

Greek Monolingual

ἰσόκληρος, -ον (Α)
ίσος κατά τον κλήρο, κατά την περιουσία, ισοκληρονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλήρος (< κλῆρος), πρβλ. ολιγόκληρος, ολόκληρος].