ἰσόκληρος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόκληρος Medium diacritics: ἰσόκληρος Low diacritics: ισόκληρος Capitals: ΙΣΟΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: isóklēros Transliteration B: isoklēros Transliteration C: isokliros Beta Code: i)so/klhros

English (LSJ)

ἰσόκληρον, equal in property, Plu. Lyc.8.

German (Pape)

[Seite 1264] von gleichem Loose, Erbtheil, Vermögen, τοῖς βίοις γενόμενοι Plut. Lyc. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a obtenu un héritage égal, une part égale, ou p. suite un sort égal.
Étymologie: ἴσος, κλῆρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόκληρος: имеющий равную долю: ἰσόκληροι τοῖς βίοις Plut. равные по имущественному положению.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόκληρος: -ον, ἴσος κατὰ τὴν περιουσίαν, Πλουτ. Λυκοῦργ. 8.

Greek Monolingual

ἰσόκληρος, -ον (Α)
ίσος κατά τον κλήρο, κατά την περιουσία, ισοκληρονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλήρος (< κλῆρος), πρβλ. ολιγόκληρος, ολόκληρος].

Greek Monotonic

ἰσόκληρος: -ον, αυτός που είναι ίσος ως προς την περιουσία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἰσό-κληρος, ον
equal in property, Plut.