κίκυς

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, od. richtiger mit Bekker κῖκυς geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die Kraft, Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κίκυς Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως κίνησις; man leitete es von κίω ab.

Greek Monolingual

κῑκυς, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. κικFός «ισχυρός», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., είναι όπως τα Κῖκος, Κίκων, Κίκκων].