καθαρόγλωσσος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος, ξενόγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
-η, -ο
αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος, ξενόγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].