καθοδηγώ
Greek Monolingual
(AM καθοδηγώ, καθοδηγέω) καθοδηγός
1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν αἰχμάλωτος ἐξέπεσε τῆς ὁδοῦ», Πλούτ.)
2. συμβουλεύω, νουθετώ, δείχνω σε κάποιον τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς (α. «πάντοτε μέ καθοδηγούσε σωστά» β. «πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλόων αὐτά, καταστρωννύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά», ΠΔ)
3. κατευθύνω, διευθύνω
μσν.
1. εξηγώ
2. εκπαιδεύω
3. επιδιορθώνω.