καθοδηγέω
English (LSJ)
guide, LXXJb.12.23, Plu.Cat.Ma.13: c. acc., Id.2.558d.
German (Pape)
[Seite 1288] den Weg weisen, anführen, Plut. Cat. mai. 13 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
καθοδηγῶ :
guider, conduire.
Étymologie: κατά, ὁδηγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθοδηγέω [κατά, ὁδηγός] begeleiden.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθοδηγέω: быть проводником, провожать, вести (πρός τι Plut.): ὁ καθοδηγῶν Plut. проводник.
Greek (Liddell-Scott)
καθοδηγέω: ὁδηγῶ, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13· μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 2. 558D.
Greek Monotonic
καθοδηγέω: μέλ. -ήσω, οδηγώ, καθοδηγώ, σε Πλούτ.
Greek Monolingual
(AM καθοδηγώ, καθοδηγέω) καθοδηγός
1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν αἰχμάλωτος ἐξέπεσε τῆς ὁδοῦ», Πλούτ.)
2. συμβουλεύω, νουθετώ, δείχνω σε κάποιον τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς (α. «πάντοτε μέ καθοδηγούσε σωστά» β. «πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλόων αὐτά, καταστρωννύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά», ΠΔ)
3. κατευθύνω, διευθύνω
μσν.
1. εξηγώ
2. εκπαιδεύω
3. επιδιορθώνω.