καθορισμός

Greek Monolingual

ο καθορίζω
1. ακριβής ορισμός, σαφής προσδιορισμός
2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση («ο καθορισμός τών δικαιωμάτων και καθηκόντων του πολίτη»).