καιρονομώ

Greek Monolingual

καιρονομῶ, -έω (Α)
οδηγώ κατάλληλα κάτι («εἰς τέχνην ὄρνιν ἐκαιρονόμεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -νομῶ (< -νόμος < νέμω), πρβλ. οικονομώ, κληρονομώ].