κακιώνω
Greek Monolingual
και κακιώνομαι κακία
1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα
2. παροιμ. α) «κάκιωσ' ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» — για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον που του φταίει
β) «κάκιωσε ο μπάκακας κι η λίμνη δεν το ξέρει» — για ανθρώπους ανάξιους λόγου που ο θυμός τους δεν συγκινεί κανέναν.