κακκάβι
Greek Monolingual
το (Μ κακκάβιον και κακκάβι
Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ)
χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι
νεοελλ.
1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» — τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε
2. παροιμ. «κάθεται το κουρούπι και περιγελάει το κακκάβι» — γι' αυτόν που περιγελάει κάποιον ενώ ο ίδιος είναι πολύ χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κακκάβη (Ι) με αλλαγή γένους.
ΠΑΡ. νεοελλ. κακκαβιά].