καλλίγονος
English (LSJ)
καλλίγονον, of noble race, Porph. ap. Eus. PE3.11 (v.l. καλλιγόνης); τέκνων καλλιγόνους σταχύας IG12(3).1188 (Melos):—fem. Καλλιγόνη, ἡ, epithet of Demeter at Pergamon, Ath.Mitt.37.288.
German (Pape)
[Seite 1309] = καλλιγενής, Porphyr. bei Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίγονος: -ον, ἐκ καλοῦ γένους, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 110D· τέκνων καλλιγόνους στάχυας Ἑλλ. Ἐπιγράμ. 266.
Greek Monolingual
καλλίγονος, -ον (AM)
αυτός που γέννησε ωραία ή ένδοξα παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γονος (< γόνος), πρβλ. απειρόγονος, ονειρόγονος].