ονειρόγονος

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source

Greek Monolingual

ὀνειρόγονος, -ov (Α)
αυτός που συνοδεύεται από ονείρωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. ορεσσίγονος].