καλοεργός

English (LSJ)

καλοεργόν, well-doing, good, Man.1.256.

German (Pape)

[Seite 1312] schön, gut handelnd, Man. 1, 256. 354.

Greek (Liddell-Scott)

καλοεργός: -όν, ὁ τὸ καλῶν ποιῶν, ἀγαθοεργός, Μανέθων 1. 256.

Greek Monolingual

ο (Μ καλοεργός)
νεοελλ.
το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο
μσν.
αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθοεργός, κακοεργός].