καλολογία
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, = καλλιλογία, Hesych.
Greek Monolingual
η (Μ καλολογία) καλολογώ
το να εκφράζεται κάποιος κομψά και με γλαφυρότητα
νεοελλ.
επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη σπουδή και τη διδασκαλία του καλού, δηλ. του ωραίου, αλλ. αισθητική.