(Μ καλοτυχίζω) καλότυχος1. θεωρώ ή αποκαλώ κάποιον καλότυχο, ευτυχισμένο, μακαρίζω κάποιον2. (για θεό) χαρίζω σε θνητό καλοτυχία, εφοδιάζω κάποιον με καλό ριζικό («δώσ' μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με», Παλαμ.).