καλότυχος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλότυχος, -η, -ον)
αυτός που έχει καλή τύχη, που έχει ευνοηθεί από τη μοίρα, ευτυχισμένος, μακάριος, καλόμοιρος («καλότυχά είναι τα βουνά», δημ. τραγ.).
επίρρ...
καλότυχα (Μ καλότυχα)
ευτυχισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τυχος (< τύχη), πρβλ. κακό-τυχος].