καμινώ

English (LSJ)

οῦς, ἡ: γρηῦς καμινώ = an old furnace-woman, i.e. an old woman who worked at a furnace, Od.18.27.

German (Pape)

[Seite 1317] οῦς, ἡ, γρηῦς, Od. 18, 27, ein altes Ofenweib, eine Ofenheizerinn, nach den Schol. die die Gerstendarre heizt, überhaupt ein schmutziges, rußiges Weib, ein geschwätziges Weib, unser »Waschweib«; Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 151.

French (Bailly abrégé)

οῦς;
adj. f.
καμινὼ γρηῦς OD vieille noire comme une cheminée, ou toujours assise près de la cheminée.
Étymologie: κάμινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμινώ -οῦς, ἡ [κάμινος] vrouw die voor de oven zorgt, bakvrouw.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμῑνώ: οῦς ἡ истопница или стряпуха: κ. γρηῦς презр. Hom. старая истопница.

Greek Monolingual

καμινώ, -οῦς, ἡ (Α) κάμινος
γυναίκα που εργαζόταν σε καμίνι, καμινεύτρια («γρηί καμινοῖ ἴσος» — όμοιος με γριά καμινεύτρια, Ομ. Οδ.
το χωρίο αυτό από άλλους ερμηνεύεται: όμοιος με γριά που κάθεται διαρκώς δίπλα στη φωτιά, χουχουλόγρια, σταχτοπούτα, σταχτόγρια).

Greek Monotonic

κᾰμῑνώ: -οῦς, ἡ, αυτή που εργάζεται σε κλίβανο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνώ: -οῦς, ἡ· γρηῦς καμ., γραῖα ἐργαζομένη εἰς κάμινον, καμινεύτρια, Ὀδ. Σ. 27.

Middle Liddell

[from κάμῑνος]
a furnace-woman, Od.