Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καπνοκοπτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή του καπνού («καπνοκοπτική μηχανή» — η μηχανή με την οποία κόβονται τα φύλλα του καπνού). [ΕΤΥΜΟΛ.<καπνός+κοπτικός (<κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδαΠαλιγγενεσία].