καπνολογῶ, -έω (Μ)(στο Βυζάντιο) εισπράττω τον φόρο τών καπνοδόχων, εισπράττω το καπνικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. σταχυολογώ, φορολογώ].