καράς

English (LSJ)

ο ἀποσπερματισμός, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ο
1. μαύρο άλογο
2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» — λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά πραγματοποιήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara «μαύρος». Βλ. και καρα-].
(II)
καράς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αποσπερματισμός.