καραβοτσακίζομαι
Greek Monolingual
1. (για πλοία) ρίχνομαι από τα κύματα στα βράχια και θραύομαι, ναυαγώ («καραβοτσακίστηκε στον κάβο»)
2. μτφ. περνώ φοβερή περιπέτεια, ή συμφορά, δυστυχώ, καταστρέφομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) καραβοτσακισμένος, -η, -ο
(κυριολ. και μτφ.) ναυαγός, κατεστραμμένος
4. φρ. «περπατεί σαν καραβοτσακισμένος» — περπατεί με ασταθές βήμα, σαν ζαλισμένος, παραπαίει.