ναυαγώ
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek Monolingual
(ΑΜ ναυαγῶ, -έω, Α ιων. τ. ναυηγῶ) ναυαγός
1. (για πλοίο) γίνομαι ναυάγιο, βουλιάζω, καταποντίζομαι, ή εξοκέλλω και χάνω οριστικά την ικανότητα πλεύσης
2. (για πρόσ.) βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που ναυαγεί
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ. ή ενέργ.) ματαιώνομαι, δεν πραγματοποιούμαι ή υφίσταμαι καταστροφή, αποτυγχάνω εντελώς στα σχέδια ή στις προσπάθειές μου, χρεωκοπώ («ναυάγησαν οι προσπάθειες για συμφιλίωση»)
αρχ.
1. (για άρματα, πήλινα αγγεία κ.λπ.) σπάζω, συντρίβομαι
2. (για πρόσ.) δεινοπαθώ.