καραγωγέας

Greek Monolingual

και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο
ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ-εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].