η1. ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν το γάλα2. μτφ. (για ανόητο άνθρωπο) το κεφάλι («η καρδάρα του δεν τά παίρνει τα γράμματα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδάρι με αλλαγή γένους ως μεγεθ.].