καρδάρα

Greek Monolingual

η
1. ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν το γάλα
2. μτφ. (για ανόητο άνθρωπο) το κεφάλι («η καρδάρα του δεν τά παίρνει τα γράμματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδάρι με αλλαγή γένους ως μεγεθ.].