καρδιοχτύπι

Greek Monolingual

και καρδιοκτύπι το
1. ταχύς κτύπος, έντονος παλμός της καρδιάς
2. μτφ. μεγάλη ανησυχία, αγωνία, φόβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του καρδιοχτυπώ].
το
βλ. καρδιοχτύπι.