καρδιοχτυπώ

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

και καρδιοκτυπώ, -άω
1. έχω καρδιοχτύπια, έχω ταχυπαλμία
2. μτφ. ανησυχώ πολύ, αγωνιώ, φοβάμαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ) καρδιοχτυπημένος, -η, -ο
ερωτευμένος, ερωτοχτυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -χτυπῶ (< χτυπῶ < χτύπος), πρβλ. βροντοχτυπώ, κονταροχτυπώ].