καρδιοχτυπώ

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

και καρδιοκτυπώ, -άω
1. έχω καρδιοχτύπια, έχω ταχυπαλμία
2. μτφ. ανησυχώ πολύ, αγωνιώ, φοβάμαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ) καρδιοχτυπημένος, -η, -ο
ερωτευμένος, ερωτοχτυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -χτυπῶ (< χτυπῶ < χτύπος), πρβλ. βροντοχτυπώ, κονταροχτυπώ].