και γκαρδιώνω (AM καρδιώ, -όω) καρδιάνεοελλ.-μσν.εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνωαρχ.1. πληγώνω την καρδιά2. μέσ. καρδιούμαι, -όομαιεξάγω την καρδιά του θύματος κατά τη θυσία, καρδιουλκώ.