καρδιουλκώ

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

καρδιουλκῶ, -έω (Α)
1. βγάζω την καρδιά του θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω
2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα του φυτού, την εντεριώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ουλκῶ (< -ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυουλκώ, ξιφουλκώ].