εγκαρδιώνω
From LSJ
Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
Greek Monolingual
(Μ ἐγκαρδιώνω και ἐγκαρδιῶ, -όω)
δίνω θάρρος, εμψυχώνω
μσν.
εμπιστεύομαι.
Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
(Μ ἐγκαρδιώνω και ἐγκαρδιῶ, -όω)
δίνω θάρρος, εμψυχώνω
μσν.
εμπιστεύομαι.