καρφοειδής

English (LSJ)

καρφοειδές, like dry sticks, κλῶνες, κλωνία, Dsc.4.42, Gp.2.6.29.

German (Pape)

[Seite 1332] ές, dem κάρφος ähnlich, so dünn, wie trockene Reiser, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρφοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κάρφην, Γεωπ. 2. 6, 29.

Greek Monolingual

καρφοειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με ξερό κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. γραμμοειδής, θυσανοειδής].