καρφωτός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καρφωτός, -ή, -όν) καρφώνω
ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος
νεοελλ.
1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί
2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά
3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).
επίρρ...
καρφωτά
με τον τρόπο που μπήγεται το καρφί, κατακόρυφα.