κατάθεος

English (LSJ)

κατάθεον, godly, ὑφηγήσεις Ph.2.298, cf. Poll.1.20; superstitious, Phot.s.v. ὄλολυν.

German (Pape)

[Seite 1349] gottgemäß, fromm; Poll. 1, 20; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κατάθεος: -ον, εὐσεβής, Πολυδ. Α΄, 20.- Κατὰ Φώτιον ἐν λέξ. ὄλολυν: «ὄλολυν· Μένανδρος τὸν γυναικώδη καὶ κατάθεον καὶ βάκηλον».

Greek Monolingual

κατάθεος, -ον (Α)
1. ευσεβής
2. δεισιδαίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -θεος (< θεός), πρβλ. ένθεος, ισόθεος].