superstitious
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
adjective
liable to superstition: use P. θειασμῷ προσκείμενος.
easily deceived: P. εὐεξαπάτητος.
most of the Athenians urged the generals to wait, being superstitious about the matter: P. οἱ Ἀθηναῖοι οἱ πλείους ἐπισχεῖν ἐκέλευον τοὺς στρατηγοὺς ἐνθύμιον ποιούμενοι (Thuc. 7, 50).