κατάκλασις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A forced position, τῶν ἄρθρων Hp.Epid.6.1.15 (pl.).
2 κατάκλασις ὄμματος = drooping of the eyelid, Id.Prorrh.1.84 (vv.ll. κατάκλισις, κατάκλεισις), cf. Epid.6.1.15, Gal.16.675.
II refraction of light or sound, opp. ἀνάκλασις (reflection), Arist.Pr.901b20, 904b30, Cleom.2.6.
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch, Sp.; bes. Medic., bei denen es auch Verdrehung bedeutet; – ἠχοῦς, das Zerstreuen des Schalles, im Gegensatz der ἀνάκλασις, Arist. probl. 11, 23.
Russian (Dvoretsky)
κατάκλᾰσις: εως ἡ физ. преломление или рассеяние (φωνῆς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλᾰσις: -εως, ἡ, θραῦσις εἰς τεμάχια, σύνθλασις, κάταξις, τῶν ἄρθρων Ἱππ. 1165C· ὡσαύτως, διαστροφή, ὄμματος ὁ αὐτ. 73C. ΙΙ. θλάσις καὶ διασκόρπισις φωτὸς ἢ ἤχου, «διάχυσις», ἀντίθ. τῷ ἀνάκλασις, Ἀριστ. Προβλ. 11. 23 καὶ 51.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάκλασις -εως, ἡ [κατακλάω] ontwrichting. Hp. het neerhangen (van oogleden). Hp.