η (AM κατάκρισις) κατακρίνωκατηγορία, επιτίμηση, μομφή, επίκριση («με αυτά που κάνει έχει την κατάκριση του κόσμου»)μσν.-αρχ.η καταδίκηαρχ.κρίση, γνώμη.