κατάνοσος

Greek (Liddell-Scott)

κατάνοσος: λίαν ἀσθενής, Βυζ.

Greek Monolingual

κατάνοσος, -ον (Μ)
αυτός που ασθενεί βαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -νοσος (< νόσος, ), πρβλ. επίνοσος, υπόνοσος].