η (AM κατάρρευσις) καταρρέωη προς τα κάτω ροή, η καταρροήνεοελλ.1. η πτώση προς τα κάτω, το να γκρεμιστεί ή να διαλυθεί κάτι2. σωματική ή ψυχική εξάντληση3. παρακμή4. αστρον. (για αστέρα) συρρίκνωση και συμπίεση λόγω της βαρύτητας.