τό, late form of κατάστημα (q.v.).
κατάστεμα, τὸ (Α)(μτγν. τ. του κατάστημα) κατάσταση, διάθεση ψυχική («εἰς κατάστεμα μανίας ἀγηοχώς» — αφού περιήλθε σε ψυχική διάθεση μανίας, ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Μετγν. τ. του κατάστημα].