καταβλής

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, = ἐπιβλής, bolt, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1340] ῆτος, ὁ, Riegel, Hesych. μάνδαλος.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλής: ῆτος, ὁ, = ἐπιβλής, μοχλός, μάνδαλος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καταβλής, -ῆτος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μοχλός της πόρτας, μάνταλο, σύρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βλής (βλής < θ. βλη-, πρβλ. -βλή-θην, αόρ. του βάλλω), πρβλ. παραβλής, συμβλής.