παραβλής
From LSJ
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, distraught, Man.6.560; al. παραπλήξ.
German (Pape)
[Seite 472] ῆτος, verrückt, νόος, Man. 6, 560.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλής: ῆτος, ὁ, ἡ, παράφρων, Μανέθων 6. 560· κ. ἀλλ.· παραπλήξ.
Greek Monolingual
-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
παράφρονας, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -βλής (< βλής < θ. βλη-, πρβλ. ἐ-βλή-θην παθ. αόρ. του βάλλω), πρβλ. καταβλής.