συμβλής
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, thrown together, Orph. A.686.
German (Pape)
[Seite 978] ῆτος, ὁ, ἡ, zusammengeworfen, zusammenschlagend, Orph. Arg. 683.
Greek (Liddell-Scott)
συμβλής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὁ συμβαλλόμενος, συγκρουόμενος, ξυμβλῆτες πίπτουσιν (δηλ. αἱ Κυάνεαι) ἐπ’ ἀλλήλῃσιν ἰοῦσαι Ὀρφ. Ἀργ. 684.
Greek Monolingual
-ῆτος, ό, ἡ, Α
(για τις Συμπληγάδες) αυτός που πέφτει επάνω στον άλλο, που συγκρούεται («ξυμβλῆτες πίπτουσιν... ἐπ' ἀλλήλῃσιν ἰοῦσαι», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βλής (βλής < θ. βλη- του βάλλω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-βλή-θην), πρβλ. παραβλής.