καταβόθρα
Greek Monolingual
η (Μ καταβόθρα)
νεοελλ.
1. υπόγειος οχετός ή βόθρος όπου συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής ή οι ακαθαρσίες
2. φυσική οπή του εδάφους που συγκοινωνεί με φυσικούς οχετούς και μέσω της οποίας τα νερά λιμνών ή ποταμών διοχετεύονται υπογείως στη θάλασσα
3. άνθρωπος λαίμαργος
4. άνθρωπος πολυέξοδος
5. ο λόγος για τον οποίο κάποιος κάνει πολλές δαπάνες
μσν.
βάραθρο, γκρεμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βόθρος.