καταδυτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση
2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» — ο αντικειμενικός φακός του μικροσκοπίου
β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» — αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή του ανθρώπου μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].